- ἀειθαλοῦς
- ἀειθαλήςevergreenmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
πρίνος — Όνομα 3 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Καλύβες (υψόμ. 40 μ.), Μικρός Πρίνος (υψόμ. 330 μ.), Νέος Πρίνος… … Dictionary of Greek
PYRENAEUS — mons Hispaniae maximus, illam a Gallia separans, ab Oceano in mare Mediterraneum extensus ad 80. milliar. Hispanica, ex cuius medio ferunt utrumque mare conspici. Vide infra. Auson. Ep. 24. v. 68. Me Punica laedit Barcino, me bimaris iuga… … Hofmann J. Lexicon universale
μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
πικροδάφνη — η, Ν βοτ. η ροδοδάφνη, κοινή ονομασία τού είδους Nerium oleander, αειθαλούς θάμνου ή δέντρου τών περιοχών τής Μεσογείου με δηλητηριώδη γαλακτώδη χυμό και με εντυπωσιακά άνθη που φυτρώνουν σε δέσμες στην κορυφή τών κλαδιών, φυτού το οποίο… … Dictionary of Greek
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
τεϊόδενδρο — το, Ν (βοτ. γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek